πυγμή

πυγμή
4435 πυγμή
{сущ., 1}
кулак. Иудеи имели обычай тщательно омывать руки, потирая одну из них кулаком другой (Мк. 7:3).*

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "πυγμή" в других словарях:

  • πυγμῇ — πυγμή fist fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυγμή — fist fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυγμή — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. πυγμά, Α το άκρο τού χεριού με τα δάχτυλα κλειστά προς τα μέσα, γροθιά νεοελλ. ισχύς, δύναμη, επιβολή («έδειξε πυγμή στην αντιμετώπιση τών προκλήσεων») αρχ. 1. η πυγμαχία 2. πάλη, αγώνας 3. μέτρο μήκους, από τον αγκώνα ώς την… …   Dictionary of Greek

  • πυγμή — η 1. γροθιά. 2. μτφ., δύναμη, επιβολή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πυγμῆι — πυγμῇ , πυγμή fist fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Кулачный бой —    • Πυγμή,          πυγμάχοι, πύξ, πύκται, см. Gymnasium, Гимнасий …   Реальный словарь классических древностей

  • πυγμαῖς — πυγμή fist fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυγμαί — πυγμή fist fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυγμᾶς — πυγμή fist fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυγμῆς — πυγμή fist fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυγμήν — πυγμή fist fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»